-
1 κερας
τό (gen. κέρᾱτος - эп. κέρᾰος, ион. κέρεος, атт. κέρως; dat. κέρᾱτι - эп. κέραϊ, ион. κέρεϊ, атт. κέρᾳ; dual.: nom. и acc. κέρᾱτε, κέρᾶε - эп. κέρᾱ; gen. и dat. κεράτοιν, κεράοιν и κερῷν; pl.: nom. κέρᾱτα, κέρᾰα - эп. κέρᾱ, gen. κεράτων, κεράων и κερῶν, dat. κέρᾱσι, κεράεσσι; в эп. формах - ᾰ, в атт. трехсложных - ᾱ)1) рог(βοός Hom.; ταύρειον Soph.)
κόλοβος ἀγέλη κεράτων Plat. — безрогое стадо;ταῦρος εἰς κ. θυμούμενος Eur. — бодливый бык;как символ — мощи κ. σωτηρίας NT. рог спасения, т.е. могучий оплот2) рог, вещество рога(αἱ μὲν - sc. πύλαι - κεράεσσι τετεύχαται, αἱ δ΄ ἐλέφαντι Hom.)
3) роговой лук(τοξότης κέρᾳ ἀγλαός Hom.)
4) роговая втулка ( для защиты рыболовной лесы), т.е. удочка5) рогообразныи брусок, «рог»(λύρας Soph.)
6) роговой выступ7) рог ( служивший сосудом для питья)(κέρατα οἴνου Xen.; ἐξ ἀργυρέων κεράτων πίνειν Pind.)
8) рог, рожок ( духовой инструмент)(ἐπειδὰν σημήνη τῷ κέρατι Xen.; αὐλεῖν τῷ κέρατι Luc.)
9) ответвление, рукав(Ὠκεανοῦ Hes.; Νείλου Pind.)
τὸ Μενδήσιον κ. Thuc. — Мендесский рукав (Нила)10) воен., мор. крыло, фланг(δεξιόν, λαιόν Eur.)
κατὰ κ. ἐπιπίπτειν Xen. (προσβάλλειν Thuc.; συμπίπτειν Polyb.) и πρὸς τὸ κ. προσάγειν Xen. — атаковать во фланг;κατὰ τὸ εὐώνυμον τῶν Ἑλλήνων κ. εἶναι Xen. — оказаться против левого фланга греков;ἀναπτύσσειν τὸ κ. Xen. — отвести назад фланг;κατὰ κ. ἄγειν Xen. — двигаться фланговым маршем;ἐκ κέρατος εἰς φάλαγγα καταστῆσαι Xen. — перестроиться из походной колонны в боевой порядок;κατὰ μίαν ἐπὴ κέρως παραπλέοντες Thuc. — (афинские корабли), проплывающие по одному в кильватерной колонне11) вершина(τοῦ ὄρους Xen.)
12) роговой наконечник(τοῦ καλάμου Anth.)
13) membrum virile Anth.14) рея Luc.κ. ἱστῷ κυρτοῦται Anth. — рея гнется на мачте
15) клешня(τοῦ ἀστακοῦ Arst.)
16) щупальце(τοῦ σκώληκος Arst.)
17) Luc., Sext. = κερατίνης -
2 λέων
λέων, οντος, ὁ, 11 der Löwe, Hom. u. Folgde; er heißt bei Hom. ὀρεσίτροφος, Od. 6, 130, αἴϑων, 18, 161, ἠϋγένειος, 18, 318, χαροπός, Od. 11, 610, κρατερός, u. ä. ἐρίβρομος, βαρύκομπος u. βαρυφϑέγκτης Pind. Ol. 10, 21 P. 5, 58; ὠμηστής, Aesch. Ag. 801, wie ὠμοφάγος, Il. 5, 782. – Oft übtr., wie bei uns, οἴκοι μὲν λέοντες, ἐν μάχῃ δ' ἀλώπεκες, Ar. Par 1189 u. a. D.; auch Plat. sagt ὅταν τις τὸ ϑυμοειδὲς ἐϑίζῃ ἐκ νέου ἀντὶ λέοντος πίϑηκον γενέσϑαι, Rep. IX, 590 b. – Hom. auch von der Artemis, Ζεύς σε λέοντα γυναιξὶ ϑῆκε, Zeus machte dich den Weibern zum Löwen, d. i. zur Verderberinn, Il. 21, 483, denn plötzliche Todesfälle der Frauen schrieb man der Artemis zu. – Sprichwörtlich λέοντα ξυρεῖν, Plat. Legg. IV, 707 a, u. λέων ξίφος ἔχων, Paroem. App. 3, 64. Die poet. Formen λείων u. λῖς s. besonders. – Auch als Himmelszeichen, Arat. 147; = λεοντῆ, Luc. hist. conscr. 10. – 2) eine Krebsart, μείζων τοῦ ἀστακοῠ, Ath. III, 106 c; – eine Schlangenart, Nic. Ther. 464; – eine Krankheit, Aret.; – ein Tanz, Ath. XIV, 629 f; Poll. 4, 104. – S. auch nom. pr.
-
3 βλαισος
31) искривленный в наружную сторону(πόδες τοῦ ἀστακοῦ Arst.)
2) кривоногий(καρκίνοι Batr.; ἄνθρωποι Xen., Arst.)
3) извивающийся, вьющийся(κισσός Anth.)
4) развесистый, раскидистый(πλατάνιστος Anth.)
-
4 ἀρετή
A goodness, excellence, of any kind, in Hom. esp. of manly qualities,ποδῶν ἀρετὴν ἀναφαίνων Il.20.411
;ἀμείνων παντοίας ἀρετὰς ἠμὲν πόδας ἠδὲ μάχεσθαι καὶ νόον 15.642
; so of the gods,τῶν περ καὶ μείζων ἀ. τιμή τε βίη τε 9.498
; also of women, Od.2.206; ἀ. εἵνεκα for valour, Hdt.8.92: pl., ἀ. ἀπεδείκνυντο displayed brave deeds, Id.1.176, 9.40.b later, of the gods, chiefly in pl., glorious deeds, wonders, miracles, SIG1172, Str.17.1.17;ζῶσαι ἀ. IG14.966
, cf. 1 Ep.Pet.2.9: also in sg.,ὄψιν ἰδοῦσα ἀρετὴν τῆς θεοῦ IG2.1426
b, cf. Isyll. 62, BSA21.169,180.2 generally, excellence,ἡ ἀ. τελείωσίς τις Arist. Metaph. 1021b20
, cf.EN 1106a15, etc.; of persons,ἄνδρα πὺξ ἀρετὰν εὑρόντα Pi.O.7.89
, cf. P.4.187, B.9.13, etc.;τὸ φρονεῖν ἀ. μεγίστη Heraclit. 112
: in pl., forms of excellence,μυρίαι ἀνδρῶν ἀ. B.13.8
, cf. Gorg. Fr.8, etc.;δικαστοῦ αὕτη ἀ. Pl.Ap. 18a
; esp. moral virtue, Democr. 179, 263, al., Gorg.Fr.6; opp. κακία, X.Mem.2.1.21, cf.Pl.R. 500d, Lg. 963a, 963c sq., D.60.17, Arist.EN 1102a6, Pol. 1295a37, etc.; good nature, kindness, etc., E.Fr. 163.b of animals, things, as land, Hdt.4.198, 7.5, Th.1.2; ἡ ἐν ἀρετῇ κειμένη γῆ productive land, PTeb.5.165 (ii B. C.);ἵππου Hdt.3.88
; κυνῶν, ἵππων, Pl.R. 335b; σκεύους ib. 601d; [ ἀστακοῦ] Archestr.Fr.24;ἀ. βίου Pl.R. 618c
; , etc.3 prosperity, Od.13.45.II ἀ. εἴς τινα active merit, good service done him,ἐς τοὺς Ἕλληνας Th.3.58
, cf. 2.40;ἀ. περί τινα X. An.1.4.8
;ἀνταποδοῦναι ἀ. Th.4.19
;ἀρετὰς παρασχέσθαι ὑπέρ τινος D.19.312
; ἀρετῆς ἕνεκα, freq. in honorary Inscrr., IG22.107.14, etc.III reward of excellence, distinction, fame,πλούτῳ δ' ἀρετὴ καὶ κῦδος ὀπηδεῖ Hes.Op. 313
, cf. Sapph.80, Pi.N.5.53, al.;ἀθάνατος ἀ. S.Ph. 1420
, Pl.Smp. 208d;ἃ ἆθλα τοῦ πολέμου τοῖς ἀνδράσιν ἐστίν, ἐλευθερία καὶ ἀ. Lycurg.49
; of God,δόξα καὶ ἀ. 2 Ep.Pet.1.3
: in pl., glories, Thgn.30, Pi.N.10.2, al.;πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος Id.O. 2.53
;γενναίων ἀ. πόνων E.HF 357
(lyr.), cf. Lys.2.26;προγόνων ἀ. Pl.R. 618b
; in LXX freq. of the praises of God, Is.42.8, al.V ἡ ἀ. σου as a title, Your worship, PLips.13 ii 20, etc.VI an engine of war, Ath.Mech.38.11.VII a plaster, Androm. ap. Gal.13.531.
См. также в других словарях:
Αστακού, δήμος — Νέος δήμος (7.252 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγραμπέλων, Αστακού, Βασιλοπούλου, Βλιζιανών, Καραϊσκάκη, Μαχαιρά, Μπαμπίνης, Παλαιομανίνας, Προδρόμου, Σκουρτούς … Dictionary of Greek
Μπελίζ — Κράτος της βορειανατολικής Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Μεξικό και Ν και ΝΔ με τη Γουατεμάλα. Βρέχεται Α από την Καραϊβική Θάλασσα.Mετά την εξαφάνιση του πολιτισμού των Mάγια, η ιστορία της μικρής χώρας, που από την 1η Iουνίου… … Dictionary of Greek
Κάρερ, Πάουλ — (Karrer Paul, Μόσχα 1889 – Ζυρίχη 1971). Ελβετός χημικός. Πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα από το πανεπιστήμιο της Ζυρίχης (1911) και εγκαταστάθηκε στη Φρανκφούρτη επί του Μάιν, όπου συνεργάστηκε με τον βακτηριολόγο Πάουλ Έρλιχ σε διάφορες… … Dictionary of Greek
αστακός — I Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, αποικία των Μεγαρέων. Βρισκόταν κοντά στον Βόσπορο, σε παράλια τοποθεσία. Eίχε ονομαστεί έτσι από κάποιον Σπαρτιάτη Αστακό, κατά τον Μέμνονα, ή σύμφωνα με μια μυθολογική εκδοχή, από τον ομώνυμο γιο του Ποσειδώνα… … Dictionary of Greek
όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… … Dictionary of Greek
αστακογαρίδα — Καρκινοειδές δεκάποδο, της οικογένειας των νεφροπειδών ή χομαριδών, της υπόταξης των μακροούρων. Το είδος αυτό ζει στην ιλύ του βυθού του βορειοανατολικού Ατλαντικού και της Μεσογείου σε διάφορα βάθη, από 30 έως 150 μ. Το επιστημονικό όνομα του… … Dictionary of Greek
παραφυάδα — η / παραφυάς, άδος, ΝΜΑ νέος βλαστός που αναπτύσσεται από το υπόγειο τμήμα τού κορμού ή από τη ρίζα τού φυτού, κατά μήκος τής επιφάνειας τού εδάφους και δίνει γένεση σε νέα φυτάρια, κν. παραπούλι, παραβλάσταρο, κωλορίζι 2. μτφ. διακλάδωση,… … Dictionary of Greek
Δραγονέρα ή Δρακονέρα — Ακατοίκητο νησί του Ιονίου πελάγους. Βρίσκεται στην είσοδο του κόλπου του Αστακού και ανήκει στο σύμπλεγμα των Εχινάδων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιθάκης του νομού Κεφαλληνίας. Από τη νησίδα αυτή ονομάστηκαν Δραγονέρες οι βορείες Εχινάδες … Dictionary of Greek
Καρλονήσι — Ακατοίκητη νησίδα (υψόμ. 79 μ.) του Ιονίου πελάγους. Βρίσκεται στην είσοδο του κόλπου του Αστακού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιθάκης του νομού Κεφαλληνίας … Dictionary of Greek
Αμφίδικος — Μυθολογικό πρόσωπο. Θηβαίος ήρωας, γιος του Αστάκου. Όπως αναφέρουν ο Απολλόδωρος και ο Παυσανίας, διακρίθηκε μαζί με τους αδελφούς του Ίσμαρο, Λέαδο και Μελάνιππο, εναντίον των Αργείων που είχαν εκστρατεύσει στη Θήβα με επικεφαλής τον Πολυνείκη… … Dictionary of Greek
δαγκάνα — η κάθε εξάρτημα που συλλαμβάνει κάτι σαν να το δαγκάνει, π.χ. η χηλή, η λαβίδα του αστακού, του κάβουρα, η τανάλια, η μασιά: Ο κάβουρας άρπαξε ένα ψάρι με τις δαγκάνες του. – Η τανάλια είναι άχρηστη γιατί χάλασαν οι δαγκάνες της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)