Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(τοῦ ἀστακοῦ

См. также в других словарях:

  • Αστακού, δήμος — Νέος δήμος (7.252 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγραμπέλων, Αστακού, Βασιλοπούλου, Βλιζιανών, Καραϊσκάκη, Μαχαιρά, Μπαμπίνης, Παλαιομανίνας, Προδρόμου, Σκουρτούς …   Dictionary of Greek

  • Μπελίζ — Κράτος της βορειανατολικής Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Μεξικό και Ν και ΝΔ με τη Γουατεμάλα. Βρέχεται Α από την Καραϊβική Θάλασσα.Mετά την εξαφάνιση του πολιτισμού των Mάγια, η ιστορία της μικρής χώρας, που από την 1η Iουνίου… …   Dictionary of Greek

  • Κάρερ, Πάουλ — (Karrer Paul, Μόσχα 1889 – Ζυρίχη 1971). Ελβετός χημικός. Πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα από το πανεπιστήμιο της Ζυρίχης (1911) και εγκαταστάθηκε στη Φρανκφούρτη επί του Μάιν, όπου συνεργάστηκε με τον βακτηριολόγο Πάουλ Έρλιχ σε διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • αστακός — I Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, αποικία των Μεγαρέων. Βρισκόταν κοντά στον Βόσπορο, σε παράλια τοποθεσία. Eίχε ονομαστεί έτσι από κάποιον Σπαρτιάτη Αστακό, κατά τον Μέμνονα, ή σύμφωνα με μια μυθολογική εκδοχή, από τον ομώνυμο γιο του Ποσειδώνα… …   Dictionary of Greek

  • όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… …   Dictionary of Greek

  • αστακογαρίδα — Καρκινοειδές δεκάποδο, της οικογένειας των νεφροπειδών ή χομαριδών, της υπόταξης των μακροούρων. Το είδος αυτό ζει στην ιλύ του βυθού του βορειοανατολικού Ατλαντικού και της Μεσογείου σε διάφορα βάθη, από 30 έως 150 μ. Το επιστημονικό όνομα του… …   Dictionary of Greek

  • παραφυάδα — η / παραφυάς, άδος, ΝΜΑ νέος βλαστός που αναπτύσσεται από το υπόγειο τμήμα τού κορμού ή από τη ρίζα τού φυτού, κατά μήκος τής επιφάνειας τού εδάφους και δίνει γένεση σε νέα φυτάρια, κν. παραπούλι, παραβλάσταρο, κωλορίζι 2. μτφ. διακλάδωση,… …   Dictionary of Greek

  • Δραγονέρα ή Δρακονέρα — Ακατοίκητο νησί του Ιονίου πελάγους. Βρίσκεται στην είσοδο του κόλπου του Αστακού και ανήκει στο σύμπλεγμα των Εχινάδων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιθάκης του νομού Κεφαλληνίας. Από τη νησίδα αυτή ονομάστηκαν Δραγονέρες οι βορείες Εχινάδες …   Dictionary of Greek

  • Καρλονήσι — Ακατοίκητη νησίδα (υψόμ. 79 μ.) του Ιονίου πελάγους. Βρίσκεται στην είσοδο του κόλπου του Αστακού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιθάκης του νομού Κεφαλληνίας …   Dictionary of Greek

  • Αμφίδικος — Μυθολογικό πρόσωπο. Θηβαίος ήρωας, γιος του Αστάκου. Όπως αναφέρουν ο Απολλόδωρος και ο Παυσανίας, διακρίθηκε μαζί με τους αδελφούς του Ίσμαρο, Λέαδο και Μελάνιππο, εναντίον των Αργείων που είχαν εκστρατεύσει στη Θήβα με επικεφαλής τον Πολυνείκη… …   Dictionary of Greek

  • δαγκάνα — η κάθε εξάρτημα που συλλαμβάνει κάτι σαν να το δαγκάνει, π.χ. η χηλή, η λαβίδα του αστακού, του κάβουρα, η τανάλια, η μασιά: Ο κάβουρας άρπαξε ένα ψάρι με τις δαγκάνες του. – Η τανάλια είναι άχρηστη γιατί χάλασαν οι δαγκάνες της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»